- σαρακιάζω
- μετ. быть изъеденным короедом, источенным червями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαρακιάζω — Ν [σαράκι] (αμτβ.) 1. (για ξύλο) τρώγομαι από σαράκι 2. μτφ. υποφέρω ψυχικά από μια αιτία που είναι άγνωστη στους άλλους, φθείρομαι, μαραζώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σαρακιασμένος, η, ο σαρακοφαγωμένος … Dictionary of Greek
σαράκιασμα — το Ν [σαρακιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαρακιάζω, η διάβρωση τού ξύλου από το σαράκι 2. μτφ. α) σωματική εξασθένηση από μια αρρώστια β) ψυχική εξασθένηση από κρυφό καημό … Dictionary of Greek
τερηδονίζομαι — ΝΑ [τερηδών, όνος] 1. (για ξύλο) κατατρώγομαι από την τερηδόνα, σαρακιάζω 2. (για οστά και δόντια) υφίσταμαι φθορά από την τερηδόνα … Dictionary of Greek